Από την
Ελλάδα ως τις ΗΠΑ οι πολιτικές λιτότητας αποδεικνύεται ότι έχουν άμεσες
επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων, κατά τον οικονομολόγο, Ντέιβιντ
Στακλερ, και τον γιατρό, Σανγιάι
Μπασού. Στο βιβλίο τους, «Η οικονομία του σώματος: γιατί
σκοτώνει η λιτότητα», υποστηρίζουν ότι παρατήρησαν 10.000 περισσότερες
αυτοκτονίες και πάνω από ένα εκατομμύριο περισσότερα κρούσματα κατάθλιψης τόσο
στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ από τότε που οι κυβερνήσεις άρχισαν να εφαρμόσουν
πολιτικές λιτότητας.
«Εάν η λιτότητα είχε
υποβληθεί σε κλινική μελέτη τότε θα είχε απορριφθεί εξαιτίας των θανατηφόρων
συνεπειών που μπορεί να έχει», δηλώνει
στοDemocracy Now ο Ντ. Στάκλερ ο οποίος υποστήριξε ότι
όσες φορές στην ιστορία η υγεία των πολιτών μπήκε στο κέντρο της πολιτικής
ανάκαμψης μιας χώρας, τότε αυτή επιτεύχθηκε πιο σύντομα και κράτησε
περισσότερο. «Σύμφωνα
με την έρευνά μας, κάθε δολάριο που επενδύεται στην δημόσια υγεία αποφέρει τρία
δολάρια εθνικού πλούτου», τονίζει.
Όμως, από το 2008 στην Ελλάδα οι δαπάνες υγείας μειώθηκαν
κατά 40%, εν πολλοίς για να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι που θέτει η
τρόικα. Γύρω στους 35 χιλιάδες ιατροί, νοσηλευτές και άλλοι εργαζόμενοι στον
τομέα υγείας έχασαν τη δουλειά τους. Τα νοσοκομεία κατακλύζονται από ασθενείς
που αποφεύγουν να εφαρμόζουν βασικούς κανόνες υγείας λόγω των μεγάλων χρόνων
αναμονής για προληπτικές ιατρικές εξετάσεις και του κόστους των φαρμάκων. Η βρεφική
θνησιμότητα αυξήθηκε κατά 40%. Τα
κρούσματα του ιού του ΑIDS υπερδιπλασιάστηκαν καθώς περικόπηκε το πρόγραμμα
προσφοράς νέων συρίγγων.
Οι συγγραφείς του βιβλίου σχολιάζουν ότι κάπου ανάμεσα στα δύο άκρα, την Ελλάδα,
που βιώνει μια καταστροφική κρίση της δημόσιας υγείας, και την Ισλανδία,
που αναδείχθηκε μια από τις πιο ευτυχισμένες χώρες του κόσμου, βρίσκονται οι Ηνωμένες
Πολιτείες.
Πέραν της αύξησης των αυτοκτονιών, υπήρξαν προειδοποιητικά
σημάδια πως η κατάσταση της δημόσιας υγείας επιδεινώνεται. Οι συνταγές
αντικαταθλιπτικών αυξήθηκαν. Γύρω στις 750 χιλιάδες (ιδίως άνεργοι νέοι)
στράφηκαν στον αλκοολισμό. Πάνω από 5 εκατομμύρια έχασαν κάθε πρόσβαση στις
υπηρεσίες δημόσιας υγείας, είτε διότι απώλεσαν τις εργασίες τους και δεν
μπορούσαν πια να καταβάλουν τις ασφαλιστικές τους συνδρομές στο καθεστώς COBRA που ίσχυε τότε είτε διότι έπαψαν να είναι
«επιλέξιμοι» από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Οι προληπτικές ιατρικές εξετάσεις
μειώθηκαν, καθώς ο κόσμος τις ανέβαλε -ως ότου καταλήξει στα «επείγοντα».
Οι συγγραφείς καταλήγοντας σε συμπεράσματα εφιστούν την προσοχή στα εξής τρία
σημεία:
«Πρώτον, μην πλήττετε τη δημόσια υγεία. Αν τα μέτρα λιτότητας ελέγχονταν με
τα κριτήρια που ελέγχονται οι φαρμακευτικές ουσίες, θα είχαν απαγορευτεί εδώ
και πολύ καιρό λόγω των θανατηφόρων παρενεργειών τους. Κάθε χώρα οφείλει να
δημιουργήσει μιαν ανεξάρτητη αρχή «υγειονομικής ευθύνης» όπου επιδημιολόγοι και
οικονομολόγοι θα αξιολογούν τις επιπτώσεις των οικονομικών μέτρων στην δημόσια
υγεία.
Δεύτερον, αντιμετωπίστε την ανεργία σαν την
πανδημία που είναι στην πραγματικότητα. Η ανεργία είναι το βασικό αίτιο της
κατάθλιψης, του άγχους, του αλκοολισμού και της τάσης για αυτοκτονία. Στη
Φιλανδία και τη Σουηδία ανελήφθησαν πολιτικές πρωτοβουλίες αποτροπής των
αυτοκτονιών μέσω της επιδότησης «ενεργητικών» προγραμμάτων επιδότησης
της απασχόλησης,
στα οποία οι νέοι άνεργοι βοηθιούνταν να επανέλθουν γρήγορα στην αγορά
εργασίας. Τα προγράμματα αυτά είχαν σαφή οικονομικά οφέλη.
Τρίτον, στους δύσκολους καιρούς αυξήστε τις
δαπάνες στη δημόσια υγεία. Το κλισέ σύμφωνα με το οποίο «μια ουγγιά πρόγνωσης αξίζει όσο μια
λίβρα θεραπείας»τυχαίνει
να ισχύει. Η τιθάσευση μιας επιδημίας στοιχίζει πολύ ακριβότερα από την πρόληψή
της. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η πόλη της Νέας Υόρκης δαπάνησε άνω του 1
δις δολαρίων για να αντιμετωπίσει μια επιδημία ανθεκτικής στα αντιβιοτικά
φυματίωσης. Αυτό το εξαιρετικά ανθεκτικό στέλεχος του ιού δημιουργήθηκε από την
αδιαφορία της πολιτείας να ελέγξει πως οι φυματικοί, που προέρχονταν από χαμηλά
κοινωνικά στρώματα, είχαν τη δυνατότητα να προμηθεύονται τα πάμφθηνα γενόσημα
αντιβιοτικά τους και να ολοκληρώνουν την αποθεραπεία τους».