Πολιτιστικός Καφενές

Παραιτήθηκε ο αρχιμουσικός της Ορχήστρας των Χρωμάτων

Printer-friendly versionSend to friend
Την παραίτησή του από τη θέση του αρχιμουσικού της Ορχήστρας των Χρωμάτων υπέβαλλε χθες, με επιστολή του προς τον υπουργό Πολιτισμού, Παύλο Γερουλάνο, ο Μίλτος Λογιάδης, ο οποίος παρέμεινε στη θέση αυτή, τα τελευταία 20 χρόνια.
«Κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες, νιώθω ότι αποτελεί χρέος μου προς τον ιδρυτή της Ορχήστρας των Χρωμάτων, τον αείμνηστο Μάνο Χατζιδάκι, να υποβάλω την παραίτησή μου, γνωρίζοντας ότι εκείνος δεν θα δεχόταν ποτέ να βλέπει συναδέλφους του μουσικούς σε αυτή την απελπιστική κατάσταση. Ο λόγος της παραίτησής μου είναι πως δεν διαθέτω άλλες ψυχικές αντοχές για να φέρω σε πέρας το έργο της ορχήστρας, όπως ορίζουν το καταστατικό και οι στόχοι του ιδρυτή της» αναφέρει ο αρχιμουσικός στην επιστολή παραίτησής του.
Ο κ. Λογιάδης κάνει λόγο για «αδιαφορία της Πολιτείας» από την ίδρυση της Ορχήστρας έως σήμερα και εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, για ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς. Όπως υποστηρίζει ο απλός μουσικός αμείβεται μόλις με 650 ευρώ μηνιαίως και με μεγάλες καθυστερήσεις στις πληρωμές. Ο αρχιμουσικός της Ορχήστρας καταγγέλλει επίσης «παράνομο μηδενισμό της τακτικής επιχορήγησης του ΥΠΠΟΤ για το 2011», μεγάλη καθυστέρηση στην καταβολή της έκτακτης επιχορήγησης και τέλος την απόφαση του ΥΠΠΟΤ για ένταξη της Ορχήστρας στην ΕΡΤ «χωρίς χρονικό προσδιορισμό και ακριβείς προδιαγραφές».
«Η Ορχήστρα των Χρωμάτων υπήρξε έργο ζωής για μένα και πράγματι πίστευα ότι θα τελειώσω την καριέρα μου σ' αυτήν. Φαίνεται πως κάτι τέτοιο δε θα συμβεί» καταλήγει στην επιστολή του, ο κ. Λογιάδης.


Και πάλι ο επίκαιρος Μακρυγιάννης !

Επίλογος των Απομνημονευμάτων

«Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω: ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος που μας χρέωσαν oι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω τ’αμανέτι του Θεού στο σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην Πατρίδα μου, να τη λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χερότερο πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι, και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα. Ένα πράμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω: ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ»· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ». Και στο εξής να μάθομε γνώση, αν θέλομε να φκιάσομε χωριό να ζήσομε όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους· να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: «Έχομε αγώνες πατρικούς, έχομε θυσίες -αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και να εργάζονται στο καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας- ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζονται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν το νόμο, και να 'χονν την επιρροή για ικανότη»
--------------------------------------------------------------------------------------------------------

Κάτι επίκαιρο!

Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη/Πρόλογος



AΔEΛΦOI ANAΓNΩΣTEΣ!
Eπειδή έλαβα αυτείνη την αδυναμία να σας βαρύνω με την αμάθειά μου (αν έβγουν εις φως αυτά οπού σημειώνω εδώ και ξηγώμαι πότε με κόλλησε αυτείνη η ιδέα, –από τα 1829, Φλεβαρίου 26, εις το Άργος– και ακολουθώ αγώνες και άλλα περιστατικά της πατρίδος) σας λέγω, αν δεν τα διαβάσετε όλα, δεν έχει το δικαίωμα κανένας από τους αναγνώστες να φέρη γνώμη ούτε υπέρ, ούτε κατά. Ότι είμαι αγράμματος και δεν μπορώ να βαστήσω ταχτική σειρά ’σ τα γραφόμενα, και...[1] τότε φωτίζεται και ο αναγνώστης.
Μπαίνοντας εις αυτό το έργον και ακολουθώντας να γράφω δυστυχήματα αναντίον της πατρίδος και θρησκείας, οπού της προξενήθηκαν από την ανοησίαν μας και ’διοτέλειά μας και από θρησκευτικούς και από πολιτικούς και από ’μάς τους στρατιωτικούς, αγαναχτώντας και εγώ απ’ ούλα αυτά, ότι ζημιώσαμε την πατρίδα μας πολύ και χάθηκαν και χάνονται τόσοι αθώοι άνθρωποι, σημειώνω τα λάθη ολωνών και φτάνω ων σήμερον, οπού δεν θυσιάζομε ποτές αρετή και πατριωτισμόν και είμαστε σε τούτην την άθλια κατάστασιν και κιντυνεύομεν να χαθούμεν.
Γράφοντας αυτά τα αίτια και τις περίστασες, οπού φέραμεν τον όλεθρον της πατρίδας μας όλοι μας, τότε ως έχοντας και εγώ μερίδιον εις αυτείνη την πατρίδα και κοινωνία, γράφω με πολλή αγανάχτησιν αναντίον των αιτίων, όχι να ’χω καμμιά ιδιαίτερη κακία αναντίον τους, αλλά ο ζήλος πατρίδος μου δίνει αυτείνη την αγανάχτησιν και δεν μπόρεσα να γράψω γλυκώτερα. Αυτό το χειρόγραφον, από την περίστασιν οπού μου έγιναν πολλές καταδρομές, το είχα κρυμμένο. Τώρα οπού το έβγαλα, το διάβασα όλο και έγραψα ως τα 1850 Απρίλη μήνα, και διαβάζοντάς το είδα ότι δεν ξηγώμαι γλυκώτερα δια κάθε άτομον.
Πρώτο λοιπόν αυτό, και ύστερα σε πολλά μέρη ’παναλαβαίνω πίσω τα ίδια (ότι είμαι αγράμματος και δεν θυμώμαι και δεν βαστώ σειρά ταχτική) και τρίτο, εκείνα οπού σημειώνω εις την πρωτοϋπουργίαν του Κωλέτη, οπού έκαμεν τόσα μεγάλα λάθη αναντίον της πατρίδος του και της θρησκείας του και των συναγωνιστών του, όλων των τίμιων ανθρώπων και να χύση τόσα άδικα αίματα των ομογενών του και να πάθη η δυστυχισμένη του πατρίδα και να παθαίνη και τώρα εις τον πεθαμό του από τους ίδιους τους μαθητάς του και συντρόφους του, οπού μας κυβερνούν, και οι προκομμένες του οι Βουλές και άλλοι τοιούτοι, οπού δεν άφησαν λεπτό εις το ταμείο, και όλο το κράτος το ’φεραν σε μίαν μεγάλη δυστυχία και ανωμαλία, και ένας μεγάλος στόλος των σκύλων μας έχουν μπλόκον, οπού ’ναι περίτου από τρεις μήνες, και μας πήραν όλα τα καράβια και μας κατακερμάτισαν όλο το εμπόριον και τζαλαπάτησαν την σημαίαν μας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθρώποι των νησιών και εκείνοι οπού ’χουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα.
Όλα αυτά τα δεινά και άλλα πλήθος είναι έργα του Κωλέτη και της συντροφιάς του, οπού άφησε εντολή να κυβερνιώμαστε με αυτό το σύστημα και με τους τοιούτους συντρόφους του. Και από αυτό παθαίνομεν και τι θα πάθωμεν ακόμα ο Θεός το γνωρίζει. Και αυτά ήταν δια τους ξένους σκοπούς του και τις ’διοτέλειές του και για να κατακερματίσουνε και την Τρίτη Σεπτεβρίου – οπού διαλαβαίνει περί θρησκείας και άλλης σωτηρίας της πατρίδος αυτό το Σύνταμα – και τόχομεν εις το χαρτί και αντίς να μας ωφελήση μας αφανίζει ολοένα. Όλοι οι άλλοι, οπού γράφω εξ αρχής, είναι άγιοι ομπρός ’σ αυτόν και την συντροφιά του τη σημερνή, μ’ όλον οπού τα λάθη τα πρώτα εγέννησαν και τούτα.
Δια όλα αυτά γράφω εδώ. Ως άνθρωπος μπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά μου, ή άλλος τα αντιγράψη, για να τα βγάλη εις φως, πρώτο τους ανθρώπους, οπού γράφω μ’ αγανάχτησιν αναντίον τους, να βάνη τις πράξες του κάθε ενού και τ’ όνομά του με καλόν τρόπον, όχι με βρισές, δια να χρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν δια την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή, να ζήσουν ως ανθρώποι ’σ αυτήν την πατρίδα και μ’ αυτήν την θρησκείαν. Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν. Και προσοχή να μην τους απατάγη η ’διοτέλεια. Και αν σκοντάψουν, τότε εις τον κρεμνόν θα πηγαίνουν, καθώς το πάθαμεν εμείς. Όλο εις τον κρεμνόν κυλάμεν κάθε ’μέρα. Όταν λοιπόν βγη αυτό το χειρόγραφον εις φως, διαβάζοντάς το όλο οι τίμιοι αναγνώστες, αρχή και τέλος, τότες έχουν το δικαίωμα να κάμη ο καθείς των την κρίση του είτε υπέρ, είτε κατά.