ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΤΩΝ ΑΔΙΚΟΚΑΜΕΝΩΝ
Πένθος βαρύ απλώθηκε μέσα στο Καλοκαίρι
δέντρα μαύρα μοιρολογούν όρθια πεθαμένα
για ανθρώπους και για ζωντανά κλαίει μαζί τ'αγέρι
που προμηνούσε συμφορές και πόνο και καμένα
Φλόγες καπνοί και μια φωτιά άγρια ξεμαλλιασμένη
είναι του Χάρου η παγανιά σε στράτες και σε ρούγες
που με δρεπάνι πύρινο τρέχει δεν περιμένει
πάει από δω πάει από κει με τις μαύρες φτερούγες
Γέρους παιδιά νεογέννητα αχόρταγα κλαδεύει
σε πεδιάδα και βουνού τη μαυρισμένη ράχη
καίει και πνίγει με καπνούς σκορπάει παντού ερέβη
σε πόλεμο ακήρυχτο μαζί κι άνιση μάχη
Μέσα στη κάπνα την καυτή ψάχνουνε μία βάρκα
κι αντί βάρκα τα κύματα τους έφεραν την κάσα
Κλαίνε κι οδύρονται οι δικοί, για αυτούς πια η ουσία
στο ίδιο ταξίδι να ήτανε για την Αχερουσία
Τα κύματα τρομάξανε πάλι νεκρούς ξεβράζουν
σε παραλίες μοναχικές που χάσαν τη σιωπή τους
είναι οι κραυγές ανείπωτες τα στόματα που βγάζουν
κι αυτών που δεν καήκανε χάνεται η πνοή τους
Μαύρα μαντάτα κι άραχνα στη δόλια μας πατρίδα
που από κακό σ'άλλο κακό βαδίζει τελευταία
πρωτόγνωρα, αφάνταστα που λες τέτοια δεν είδα
απ'τον καιρό του Οιδίποδα και κείνο του Αιγέα
Το Μεσολόγγι πρόβαλε μαζί κι ο Σολωμός
να κλάψουνε κι αυτοί μαζί, είν'ίδιος ο χαμός
Στου Ματιού την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η θλίψη μονάχη
βλέπει αυτά που δεν βλέπει κανένας
ενενήντα μαζί και μπροστά είναι ένας
Σέρνει αυτός το χορό, η φωτιά νέο Ζάλογγο
να γλυτώσουν μαζί απ'τον κόσμο τον ψεύτη τον άλογο
πού'χει χάσει και νου μπέσα και φαντασία
ένα λόγο ευθύ, ένα χάδι και μία ουσία
Η ματιά των παιδιών σαν χορεύουν σκοτώνει
ο παππούς κι η γιαγιά τα τυλίγουν με έν'άσπρο σεντόνι
τα σκεπάζουν μη δουν των γονιών τους το βάσανο
κι έγινε τ'άσπρο πανί της ψυχής τους το μαύρο το σάβανο
Κάποιες λίγες φωνές που δεν είχαν ψυχή και συμπόνια
τά'βαλαν με τους νεκρούς να βρωμίσουν τα άσπρα σεντόνια
αυτά πού'φεραν τόσοι πολλοί να σκεπάσουν το μαύρο αντάμα
κι όρκο κάνανε γονατιστοί μ'ένα δάκρυ θεμέλιο στο τάμα
Π.Μ.