Ο αφηγητής θαυμάζει μια πανέμορφη κόρη που κολυμπά και ξαφνικά την βλέπει να κινδυνεύει, να βυθίζεται. Πέφτει στη θάλασσα να την σώσει και :
''...εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου και ανήλθον....Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου...Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ'ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγγαλον, αλλ'ήτο ανακούφισης και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτό μου ελαφρότερον ή εφ'όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο...Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν έν όνειρον, το ίδιον όνειρό του...''
Από το διήγημά του '' Όνειρο στο κύμα''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου